πολυειδές

πολυειδές
πολυειδής
of many kinds
masc/fem voc sg
πολυειδής
of many kinds
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • CETACEI — Pisces, Bocharto dicuntur, qui quamvis Cete non sine, ad cetorum tamen magnitudinem prope accedunt, ut silurus, esox, attilus, carcharias canis, aliique, magnorum piscium nomine venientes, vide Ionae, c. 1. v. 17. In quibus, qui multo maximi sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ. β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές (για χρώματα) η πολυειδία* 2. φρ. α) «πολυειδῆ …   Dictionary of Greek

  • πολυμελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο» γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.) αρχ. ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՏԵՍԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 416 Chronological Sequence: Unknown date գ. πολυειδία, τὸ πολυειδές varietas Պէսպիսութիւն. բազմատեսակն գոլ. զանազանութիւն. *Մի ասի ամենայն՝ վասն շաղկապութեան եւ յօդաւորութեանն, եւ բազմութիւն՝ վասն բազմատեսակութեանն. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”